ἰσοδυνάμως

ἰσοδυνάμως
ἰσοδύναμος
equal in force
adverbial
ἰσοδύναμος
equal in force
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ισοδύναμος — η, ο (ΑΜ ἰσοδύναμος, ον) 1. ο ίσος με άλλον κατά τη δύναμη, την ισχύ ή την ενέργεια άσχετα με τις μεταξύ τους διαφορές (α. «τα δύο κόμματα υπολογίζονται ισοδύναμα» β. «ισοδύναμες τροφές» λέγεται για θρεπτικές ουσίες που, σε διαφορετικό βάρος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”